- θυσιάζοντας
- θυσιάζωsacrificepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγιάζω — (Α ἁγιάζω) κάνω κάποιον ή κάτι άγιο με εκκλησιαστική ευχή ή τελετή, εξαγνίζω, καθαγιάζω νεοελλ. 1. ευλογώ 2. ραντίζω με αγιασμένο νερό 3. γίνομαι άγιος ή τιμώμαι ως άγιος 4. αδυνατίζω, γίνομαι σκελετός, απισχναίνομαι αρχ. 1. καθαγιάζω κάτι… … Dictionary of Greek
κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιφιγένεια εν Αυλίδι — Τραγωδία του Ευριπίδη, από τις ωραιότερες δημιουργίες του, που διδάχθηκε για πρώτη φορά γύρω στο 405 π.Χ. στην Αθήνα. Με το έργο αυτό ο μεγάλος τραγικός θίγει το θέμα της εθελοντικής θυσίας, όπως άλλωστε έκανε και σε άλλες τραγωδίες του. Μαζί με… … Dictionary of Greek
Κάιζερλινγκ, Χέρμαν — (Herman Keyserling, 1880 – 1946). Γερμανός φιλόσοφος και συγγραφέας. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών. Σπούδασε φυσικές επιστήμες στη Ρωσία, στην Ελβετία και στη Γερμανία, ενώ σε ηλικία 22 ετών αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας στο… … Dictionary of Greek
καμικάζι ή καμικάζε — Ιαπωνική λέξη που σημαίνει θεϊκός άνεμος και δόθηκε στον τυφώνα, ο οποίος το 1281 διασκόρπισε τον στόλο που είχαν στείλει οι Μογγόλοι εναντίον της Ιαπωνίας. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η προσωνυμία αυτή χρησιμοποιήθηκε για τους… … Dictionary of Greek
Ραβάνα — Μυθολογικό πρόσωπο, τρομερός γίγαντας που έχει δέκα κεφάλια, είκοσι χέρια και τέσσερα πόδια, ένα από τα κυριότερα πρόσωπα του ινδικού έπους Ραμαγιάνα. Φέρεται ως βασιλιάς των Ραξάσας, γιος του Βισράβας και εγγονός του Πουλάστυα. Επί 10.000 συνεχή … Dictionary of Greek